προδοσία

προδοσία
η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α [προδίδωμι]
η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι
β. «τα αργύρια τής προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «εσχάτη προδοσία»
(νομ.) όρος στον οποίο υπάγονται σειρά από αξιόποινες πράξεις - προσβολές τής βλάβης, τής διακινδύνευσης και της διατάραξης τού πολιτεύματος καθώς και κατά τής ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προδοσία — προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc/acc dual προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσίᾳ — προδοσίαι , προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσία — η η πράξη του προδότη, που προδίνει την πατρίδα του, τις ηθικές υποχρεώσεις και τα μυστικά που του εμπιστεύτηκαν: Έσχατη προδοσία (ενέργεια σε βάρος της πατρίδας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδοσίας — προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem acc pl προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσίαι — προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИЗМЕНА —    • Προδοσία,          означает такое преступление, когда кто нибудь передает иноземному врагу государство или какую нибудь часть его, напр., укрепление, корабль и т. д. Но иногда словом προδοσία означается также преступление, состоящее в… …   Реальный словарь классических древностей

  • προδοσίαν — προδοσίᾱν , προδοσία abandonment in need fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσιῶν — προδοσία abandonment in need fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσίαις — προδοσία abandonment in need fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοσίην — προδοσία abandonment in need fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”